λυκάψος

λυκάψος
λυκάψος, -ός
Grammatical information: f.
Meaning: name of a poisonous plant (Nic., Dsc.)
Other forms: v.l. λύκοψος Dsc. 4, 46
Derivatives: also λυκαψίς
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. (σ)κινδαψος and the town Galepsos. Prob. a Pre-Greek form (α\/ο).

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λύκαψος — και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και λύκοψις ή λυκοψίς, ίδος, ἡ (Α) φυτό που μοιάζει με τη γλώσσα τού βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + αψος και αψός κατά το χορδ αψός (< χορδή + ἅψος < ἄπτω από παρετυμολογική επίδραση τού ὄψις)] …   Dictionary of Greek

  • λύκαψος — viper s herb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάψου — λύκαψος viper s herb masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκοψις — (I) λύκοψις και λυκοψίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λύκαψος. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”